ἀπαγχομένη

ἀπαγχομένη
ἀπάγχω
strangle
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀπαγχομένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απαγχομένη — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία. Ναός της υπήρχε στο ιερό άλσος της Κονδυλίας, κοντά στην αρχαία πόλη των Καφυών …   Dictionary of Greek

  • Ἀπαγχομένην — Ἀπαγχομένη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπαγχομένας — Ἀπαγχομένᾱς , Ἀπαγχομένη fem acc pl Ἀπαγχομένᾱς , Ἀπαγχομένη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • APANCHOMENE — Ἀπαγχομένη, Diana apud Arcadas. Clemens in Protreptico …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρωβύλος — (4ος; αι. π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Άκμασε στις περιόδους της Μέσης και της Νέας κωμωδίας. Έγραψε τα έργα Απαγχομένη, Απολείπουσα και Ψευδοϋποβολιμαίος, αποσπάσματα των οποίων αναφέρονται από τον Αθήναιο. Ήταν πιθανότατα σύγχρονος του ρήτορα Υπερείδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”